καταρρέον

καταρρέον
καταρρέω
flow down
pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic)
καταρρέω
flow down
pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic)
καταρρέω
flow down
pres part act masc voc sg
καταρρέω
flow down
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωτειλή — και ὠτέλλα, ἡ, Α 1. τραύμα, πληγή που δεν έχει ακόμη επουλωθεί («αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) τραύμα, πληγή, έλκος 3. σημάδι τραύματος, ουλή («καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰς ὠτειλὰς εἶχεν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”